Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ба το αλώνισμα

См. также в других словарях:

  • αλώνισμα — αλώνισμα, το και αλωνισμός, ο ο χωρισμός των σπυριών των δημητριακών από τα στάχυα στο αλώνι: Άρχισε το αλώνισμα και δεν έχουμε καιρό για τίποτε άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλώνισμα — το και αλωνισμός, ο [αλωνισμός] (Γεωπ.) η εργασία που γίνεται για να διαχωριστούν οι σπόροι (κόκκοι) από τα στελέχη τών σιτηρών, τών οσπρίων και άλλων σπορελαιούχων φυτών …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστική μηχανή — Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος, ο ικανός για το αλώνισμα: Το αλώνισμα σήμερα γίνεται με αλωνιστικές μηχανές. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλωνιστικά η αμοιβή για το αλώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* …   Dictionary of Greek

  • βαλμάς — ο 1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ. 2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες 3. αυτός που κατευθύνει τ άλογα κατά το αλώνισμα 4. ο γκιόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… …   Dictionary of Greek

  • αθιάκι — και κιν, το (στην Κύπρο) 1. σκληρός πυρίτης λίθος, που σπινθηροβολεί κατά την κρούση του με σίδηρο. Λόγω τής σκληρότητας και τής αιχμηρότητάς του χρησιμοποιείται στα τσουκάνια για το αλώνισμα 2. μτφ. χαρακτηρίζει κάθε σκληρό πράγμα «αθιάκι είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»